κατασταλάζω

κατασταλάζω
(Μ κατασταλάζω)
νεοελλ.
1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα
2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω
3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.)
μσν.
πέφτω κατά σταγόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασταλάζω — κατασταλάζω, καταστάλαξα, κατασταλαγμένος βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατασταλάζω — καταστάλαξα, κατασταλαγμένος 1. καθαρίζω, ξαστερώνω: Καταστάλαξε το λάδι. 2. καταλήγω, καταντώ: Στο τέλος κατασταλάξαμε στην ταβέρνα. 3. κατακαθίζω, πέφτω στον πάτο: Καταστάλαξε ο καφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαταστάλακτος — η, ο και ακαταστάλαχτος [κατασταλάζω] 1. αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, ο θολός 2. όποιος δεν έχει καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις ή συμπεράσματα, ο δισταχτικός 3. ο πνευματικά ή ηθικά ανώριμος …   Dictionary of Greek

  • αποκατασταλάζω — 1. (για θολά υγρά) κατασταλάζω, γίνομαι διαυγής 2. καταπαύω, σταματώ κάτι 3. εγκαθίσταμαι οριστικά κάπου ύστερα από πολλές περιπέτειες …   Dictionary of Greek

  • καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κατακάθομαι — και κατακάθημαι και κατακάθουμαι 1. κατέρχομαι λόγω τού βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό 2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω 3. (για υγρά) κατασταλάζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα …   Dictionary of Greek

  • κατασταλαγμός — ο [κατασταλάζω] το καταστάλαγμα* …   Dictionary of Greek

  • κατασταλακτός — και κατασταλαχτός, ή, ό [κατασταλάζω] 1. διαυγής, λαγαρός, λαμπικαρισμένος 2. το θηλ. ως ουσ. η κατασταλαχτή σταχτόνερο, αλισίβα …   Dictionary of Greek

  • κατασταλαξιά — η [κατασταλάζω] καταστάλαγμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”